- αναγράφω
- (Α ἀναγράφω)1. χαράζω, γράφω σε στήλη2. εγγράφω, καταχωρίζωνεοελλ.παθ. γνωστοποιούμαι μέσω τού τύπου, δημοσιεύομαιαρχ.1. γράφω, κάνω μνεία, περιγράφω (διεξοδικά ή σε γενικές γραμμές)2. δίνω τίτλο σε κάποιο έργο, τιτλοφορώ, ονομάζω3. σύρω γραμμές, σχηματίζω μαθηματικά σχήματα4. φέρνω κάτι σε στερεότυπη μορφή, διατυπώνω στερεότυπα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + γράφω.ΠΑΡ. αναγραφήαρχ.-μσν.ἀνάγραπτος].
Dictionary of Greek. 2013.